-
1 έδεσμα
-
2 ἔδεσμα
-
3 ἔδεσμα
-
4 εδεσμα
-
5 ἔδεσμα
A meat, food, Pl.Ti. 73a, Antiph.26.10: pl., eatables, meats, Batr.31, X.Hier.1.23, Pl.R. 559b, Antiph.82.1, Porph. Abst.1.55: metaph.,οὐ γὰρ ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh. 1406a19
:—[var] Dim. [full] ἐδεσμάτιον, τό, Procl.ad Hes.Op.41. -
6 ἔδεσμα
ἔδεσμα, τό, die Speise, das Essen -
7 ἔδεσμα
ἔδεσμα, ατος, τό (on the old epic pres. ἔδω s. LfgrE s.v.; Pla. et al.; ViHab 5 [Sch. 86, 7]; Jos., Ant. 1, 43) food in our lit. only pl. (as Batr. 31; X., Hiero 1, 23; OGI 665, 59; LXX; TestJob 13:4; Test12Patr) Hv 3, 9, 3a; m 5, 2, 2; 6, 2, 5; 8:3; 12, 2, 1; Hs 5, 2, 9ff; 5, 3, 7; 5, 5, 3. μὴ ἔχειν ἐδέσματα have nothing to eat v 3, 9, 3b.—DELG s.v. ἔδω. -
8 έδεσμα
το еда, пища; блюдо, кушанье -
9 ἔδεσμα
-ατος + τό N 3 6-1-0-3-6=16 Gn 27,4.7.9.14.17prime meat, delicacies Gn 27,4; select food Sir 29,22*1 Sm 15,9 ἐδεσμάτων of the prime meat-מניםשׁ? of the fat animals, of the fatlings for MT ניםשׁמ of the second or the double portions?; *Ps 54(55),15 ἐδέσματα food-סעודה (LH) for MT סוד councilCf. HARL 1986a 215(Gn 27,5) -
10 εδητυς
-
11 ἔδω
Grammatical information: v.Meaning: `eat'.Other forms: athem. inf. ἔδμεναι (Hom.), fut. ἔδομαι (Il.), perf. ptc. act. ἐδηδώς (Ρ 542), med. ἐδήδοται (χ 56; after πέποται), with act. ἐδήδοκα (Att.); aor. pass. ἠδέσθην, perf. med. ἐδήδε(σ)μαι (Att.); new pres. ἔσθω (Il.), ἐσθίω (Od.)Compounds: with prefix κατ-έδω, - εσθίω (- έσθω), - έδομαι `eat up' (Il.), ἀπ-εσθίω, - έδομαι `id.' (Att.).Derivatives: εἶδαρ \< *ἔδ-Ϝαρ `food' (Il.; Porzig Satzinhalte 347; ἔδαρ βρῶμα H., s. below). ἐδωδή `food, meal' (Il.), redupl. with - ω-; ἐδώδιμος `eatable' (Hdt.; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 50f.), ἐδωδός `usable as food' (Hp.). ἐδητύς f. (only gen. -τῠ́ος) `food' (Hom.); - η- unclear, but cf. βοητύς, ἀγορητύς; s. Porzig Satzinhalte 183f., Benveniste Noms d'agent 67. ἔδεσμα `food' (Att.) with ἐδεσμάτιον (Procl.); ἐδεστής `eater' (Hdt.). ἐδηδών φαγέδαινα H., cf. ἐδηδώς and Specht Ursprung 389. - On ὀδούς ( ὀδών), ὀδύνη, ὠδίς s. vv.Etymology: The old athem. present, seen in Greek in inf. ἔδμεναι, in the fut. = subj. ἔδ-ο-μαι, perh. also in ipv. ἔσθι (ρ 478?; s. Chantr. Gramm. hom. 1, 292), is found in several languages; Hitt. ed-mi ( e-it-mi) `eat', Skt. ád-mi `id.', 3. sg. át-ti, Lat. ēs-t, Lith. ė́s-ti, OCS jas-tъ `eat'; IE * ed-mi, -ti. Younger themat. forms (cf. Goth. itan, 3. sg. pres. it-iÞ) s. Chantr. l. c. (Armenian has iterative utem (as if Gr. *ὠδέω). - From the ipv. ἔσθι (= Skt. addhí) developed the sec. presents ἔσθω and ἐσθίω (s. Schwyzer 713 n. 6). The other forms are Greek innovations, ἠδέσθην, ἐδήδε(σ)μαι (after ἐτελέσθην); from there ἔδεσμα, ἐδεστής (cf. ὠμηστής), ἐδεστός. As aorist φαγεῖν, see Schwyzer-Debrunner 258). - With the r-n-stem εἶδαρ \< *ἔδϜαρ, pl. εἴδατα cf Skt.vy-advar-á- `eating away' and agrādvan- ( agra-ad-van-). - See Ernout-Meillet s. edō. - S. also and δείπνηστος (s. δεῖπνον).Page in Frisk: 1,444-445Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔδω
-
12 κρηναῖος
-
13 ἀ-κιδνός
ἀ-κιδνός, Hom. nur compar., dreimal, Od. 5, 217 εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεϑός τ' εἴσαντα ἰδέσϑαι, unscheinbarer, unansehnlicher, Apoll. lex. Hom. 20. 10 εὐ-τελεστέρα, vgl. Scholl.; 8, 169 ἄλλος μὲν γάρ τ' εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ ϑεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει; 18, 130 οὐδὲν ακιδνότερον γαῖα τρέφει ἀν-ϑρώποιο, hinfälliger, Apoll. l. l. ἐπὶ τοῠ ἀσϑενεστέρου; auch sp. D.; Nonn. auch superlat. 2, 295; – posit. bei Hippocr.; ἀκιδνὸν ἔδεσμα Archestrat. Athen. III, 117 a.
-
14 εδεσμάτων
-
15 ἐδεσμάτων
-
16 εδέσμασι
-
17 ἐδέσμασι
-
18 εδέσμασιν
-
19 ἐδέσμασιν
-
20 εδέσματα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔδεσμα — meat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] … Dictionary of Greek
έδεσμα — το, ατος φαγητό, φαγώσιμο, φαΐ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐδεσμάτων — ἔδεσμα meat neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσμασι — ἔδεσμα meat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσμασιν — ἔδεσμα meat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσματα — ἔδεσμα meat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσματι — ἔδεσμα meat neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσματος — ἔδεσμα meat neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… … Dictionary of Greek
παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… … Dictionary of Greek